- κοπεῖσα
- κόπτωcutaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπείσας — κοπείσᾱς , κόπτω cut aor part pass fem acc pl κοπείσᾱς , κόπτω cut aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτίς — κυρτίς, ίδος, ἡ (Α) [κύρτος] 1. αλιευτικό δίχτυ 2. στραγγιστήρι, σουρωτήρι («χυλίζεται δὲ κοπεῑσα ἡ ῤίζα καὶ διὰ κυρτίδος», Διοσκ.) … Dictionary of Greek